απρόσβατος

απρόσβατος
ἀπρόσβατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πατήσει, άβατος, απρόσιτος
2. απλησίαστος, ακαταμάχητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσβατος — inaccessible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσβατον — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem acc sg ἀπρόσβατος inaccessible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσβάτοις — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσβάτου — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσβάτων — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσβάτῳ — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσβατα — ἀπρόσβατος inaccessible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσβατοι — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτράχαλος, -η — ο κακός τόπος, δυσπρόσιτος, δυσκολοδιάβατος, απρόσβατος: Μην ανεβαίνετε το βουνό από την κακοτράχαλη μεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτίβατος — masc/fem nom sg ἀποτίβᾱτος , ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”